- επιβλητικός
- -ή, -ό (AM ἐπιβλητικός, -ή, -όν) [επιβάλλω]νεοελλ.αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα»)2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικόη επιβλητικότητααρχ.1. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ο εύστροφος2. προσεκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.